- φιλημένος
- η , ο нецеломудренный, целованный (о женщине, девушке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Φιλήμενος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλημένου — Φιλήμενος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλήμενον — Φιλήμενος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιέμαι — φιλιέμαι, φιλήθηκα, φιλημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: φιλάω, φιλιέμαι : το φιλώ κυριαρχεί σε στερεότυπες εκφρ. όπως: σας φιλώ (με την έννοια → σας χαιρετώ). Το φιλιέμαι χρησιμοποιείται κυρίως με αξία αλληλοπάθειας → ανταλλάσσω φιλιά με κάποιον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φιλώ — φίλησα, φιλήθηκα, φιλημένος 1. δίνω φίλημα, ασπάζομαι: Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλα το (παροιμ.). 2. το ενεργ. με αλληλοπάθεια όπως το μέσ., φιλιούμαι και φιλιέμαι, αλλάζω φίλημα, δίνω και παίρνω φιλί αμοιβαία: Πιάνονται κι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)